αγριομάτης

αγριομάτης
α и ισσα , ικο смотрящий свирепым взглядом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγριομάτης" в других словарях:

  • αγριομάτης — ισσα, ικο και αγριόματος, η, ο αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό ή βάσκανο βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο + μάτι. ΠΑΡ. αγριοματιά, αγριοματιάζω] …   Dictionary of Greek

  • Αγριομάτης, Κυριάκος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Κρανίδι της Αργολίδας. Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου και πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Νεόκαστρο. Πέθανε το 1865 …   Dictionary of Greek

  • αγριοματιάζω — [αγριομάτης] 1. αγριοκοιτάζω* 2. ματιάζω, βασκαίνω …   Dictionary of Greek

  • αγριοματιά — η [αγριομάτης] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • αγριοματούσα — η θηλ. τού αγριομάτης* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»